- εὖανάστροφος
- εὖ-ανά-στροφος, umgänglich
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ευανάστροφος — εὐανάστροφος, ον (Α) 1. αυτός που στρέφεται εύκολα πίσω, άστατος, επιπόλαιος 2. φιλύποπτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα στροφος (< ανα στρέφω)] … Dictionary of Greek
εὐαναστρόφους — εὐανάστροφος ready to turn back masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευανάστρεπτος — εὐανάστρεπτος, ον (Μ) άστατος, επιπόλαιος βλ. και ευανάστροφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ανα στρέφω] … Dictionary of Greek